Fara í innihald

Σάββατο

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „Σάββατο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) Σάββατο Σάββατα
Eignarfall (γενική) Σαββάτου Σαββάτων
Þolfall (αιτιατική) Σάββατο Σάββατα
Ávarpsfall (κλητική) Σάββατο Σάββατα

Nafnorð

Σάββατο (hvorugkyn)

[1] laugardagur
Framburður
IPA: [ˈsavatɔ]
Tilvísun

Σάββατο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „Σάββατο
Greek Corpus „Σάββατο