Fara í innihald

Πέμπτη

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „Πέμπτη“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) Πέμπτη Πέμπτες
Eignarfall (γενική) Πέμπτης Πεμπτών
Þolfall (αιτιατική) Πέμπτη Πέμπτες
Ávarpsfall (κλητική) Πέμπτη Πέμπτες

Nafnorð

Πέμπτη (kvenkyn)

[1] fimmtudagur
Framburður
IPA: [ˈpɛmti]
Tilvísun

Πέμπτη er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „Πέμπτη
Greek Corpus „Πέμπτη