γάτα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „γάτα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) γάτα γάτες
Eignarfall (γενική) γάτας γατών
Þolfall (αιτιατική) γάτα γάτες
Ávarpsfall (κλητική) γάτα γάτες

Nafnorð

γάτα (kvenkyn)

[1] köttur
Framburður
IPA: [ˈɣata]
Andheiti
[1] γάτος
Afleiddar merkingar
γατάκι, γατόπαρδος, γατόψαρο
Tilvísun

Γάτα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „γάτα
Greek Corpus „γάτα