κάστορας

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „κάστορας“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) κάστορας κάστορες
Eignarfall (γενική) κάστορα καστόρων
Þolfall (αιτιατική) κάστορα κάστορες
Ávarpsfall (κλητική) κάστορα κάστορες

Nafnorð

κάστορας (karlkyn)

[1] bjór (nagdýr)
Framburður
IPA: [ˈkastɔɾas]
Afleiddar merkingar
καστόρινος, καστορέλαιο, μυοκάστορας
Tilvísun

Κάστορας er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „κάστορας
Greek Corpus „κάστορας