παγωτό

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „παγωτό“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) παγωτό παγωτά
Eignarfall (γενική) παγωτού παγωτών
Þolfall (αιτιατική) παγωτό παγωτά
Ávarpsfall (κλητική) παγωτό παγωτά

Nafnorð

παγωτό (hvorugkyn)

[1] rjómaís, ís
Framburður
IPA: [paɣɔˈtɔ]
Afleiddar merkingar
παγωτατζής
Tilvísun

Παγωτό er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „παγωτό
Greek Corpus „παγωτό