Fara í innihald

ψάρι

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „ψάρι“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) ψάρι ψάρια
Eignarfall (γενική) ψαριού ψαριών
Þolfall (αιτιατική) ψάρι ψάρια
Ávarpsfall (κλητική) ψάρι ψάρια

Nafnorð

ψάρι (hvorugkyn)

[1] fiskur
Framburður
IPA: [ˈpsaɾi]
Afleiddar merkingar
ψαραγορά, ψαράς, ψαρεύω, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα, ψαροταβέρνα, ψαροτούφεκο
Tilvísun

Ψάρι er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ψάρι
Greek Corpus „ψάρι