χρυσόψαρο
Útlit
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „χρυσόψαρο“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | χρυσόψαρο | χρυσόψαρα | ||||
Eignarfall (γενική) | χρυσόψαρου | χρυσόψαρων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | χρυσόψαρο | χρυσόψαρα | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | χρυσόψαρο | χρυσόψαρα |
Nafnorð
χρυσόψαρου (hvorugkyn)
- [1] gullfiskur
- Framburður
- IPA: [xɾiˈsɔpsaɾɔ]
- Tilvísun
„Χρυσόψαρου“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „χρυσόψαρο“
Greek Corpus „χρυσόψαρο“