Fara í innihald

τσεκούρι

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „τσεκούρι“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) τσεκούρι τσεκούρια
Eignarfall (γενική) τσεκουριού τσεκουριών
Þolfall (αιτιατική) τσεκούρι τσεκούρια
Ávarpsfall (κλητική) τσεκούρι τσεκούρια

Nafnorð

τσεκούρι (hvorugkyn)

[1] öxi
Framburður
IPA: [tsɛˈkuɾi]
Afleiddar merkingar
τσεκουρώνω
Tilvísun

Τσεκούρι er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „τσεκούρι
Greek Corpus „τσεκούρι