Fara í innihald

σπανάκι

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „σπανάκι“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) σπανάκι σπανάκια
Eignarfall (γενική) σπανακιού σπανακιών
Þolfall (αιτιατική) σπανάκι σπανάκια
Ávarpsfall (κλητική) σπανάκι σπανάκια

Nafnorð

σπανάκι (hvorugkyn)

[1] spínat
Framburður
IPA: [spaˈnaci]
Afleiddar merkingar
σπανακόπιτα, σπανακόρυζο
Tilvísun

Σπανάκι er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „σπανάκι
Greek Corpus „σπανάκι