λεωφορείο
Útlit
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „λεωφορείο“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | λεωφορείο | λεωφορεία | ||||
Eignarfall (γενική) | λεωφορείου | λεωφορείων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | λεωφορείο | λεωφορεία | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | λεωφορείο | λεωφορεία |
Nafnorð
λεωφορείο (hvorugkyn)
- [1] strætisvagn
- Framburður
- IPA: [lɛɔfɔˈɾiɔ]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Λεωφορείο“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „λεωφορείο“
Greek Corpus „λεωφορείο“