δικηγόρος

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „δικηγόρος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) δικηγόρος δικηγόροι
Eignarfall (γενική) δικηγόρου δικηγόρων
Þolfall (αιτιατική) δικηγόρο δικηγόρους
Ávarpsfall (κλητική) δικηγόρε δικηγόροι

Nafnorð

δικηγόρος (karlkyn)

[1] lögmaður
Framburður
IPA: [ðiciˈɣɔɾɔs]
Afleiddar merkingar
δικηγορικός
Tilvísun

Δικηγόρος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „δικηγόρος
Greek Corpus „δικηγόρος