γυαλί
Útlit
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „γυαλί“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | γυαλί | γυαλιά | ||||
Eignarfall (γενική) | γυαλιού | γυαλιών | ||||
Þolfall (αιτιατική) | γυαλί | γυαλιά | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | γυαλί | γυαλιά |
Nafnorð
γυαλί (hvorugkyn)
- [1] gler
- Framburður
- IPA: [ʝaˈli]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Γυαλί“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „γυαλί“
Greek Corpus „γυαλί“