Fara í innihald

βωμός

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „βωμός“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) βωμός βωμοί
Eignarfall (γενική) βωμού βωμών
Þolfall (αιτιατική) βωμό βωμούς
Ávarpsfall (κλητική) βωμέ βωμοί

Nafnorð

βωμός (karlkyn)

[1] altari
Framburður
IPA: [vɔˈmɔs]
Tilvísun

Βωμός er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „βωμός
Greek Corpus „βωμός