αρκούδα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „αρκούδα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) αρκούδα αρκούδες
Eignarfall (γενική) αρκούδας αρκούδων
Þolfall (αιτιατική) αρκούδα αρκούδες
Ávarpsfall (κλητική) αρκούδα αρκούδες

Nafnorð

αρκούδα (kvenkyn)

[1] björn
Framburður
IPA: [aɾˈkuða]
Afleiddar merkingar
αρκουδάκι
Tilvísun

Αρκούδα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αρκούδα
Greek Corpus „αρκούδα