αγκινάρα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „αγκινάρα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) αγκινάρα αγκινάρες
Eignarfall (γενική) αγκινάρας αγκιναρών
Þolfall (αιτιατική) αγκινάρα αγκινάρες
Ávarpsfall (κλητική) αγκινάρα αγκινάρες

Nafnorð

αγκινάρα (kvenkyn)

[1] þistilhjarta
Framburður
IPA: [aŋɟiˈnaɾa]
Afleiddar merkingar
αγκιναρότοπος, αγκιναρόφυλλο
Tilvísun

Αγκινάρα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αγκινάρα
Greek Corpus „αγκινάρα