Fara í innihald

ήλιος

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „ήλιος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) ήλιος ήλιοι
Eignarfall (γενική) ήλιου ήλιων
Þolfall (αιτιατική) ήλιο ήλιους
Ávarpsfall (κλητική) ήλιε ήλιοι

Nafnorð

ήλιος (karlkyn)

[1] sól
Framburður
IPA: [ˈiʎɔs]
Afleiddar merkingar
ηλιακός, ηλίανθος, ηλίαση, ηλιέλαιο, ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιόλουστος, ηλιόπληκτος, ηλιοροφή, ηλιόσπορος, ηλιοστάσιο, ηλιοψημένος
Tilvísun

Ήλιος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ήλιος
Greek Corpus „ήλιος