άνθρωπος

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „άνθρωπος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) άνθρωπος άνθρωποι
Eignarfall (γενική) ανθρώπου ανθρώπων
Þolfall (αιτιατική) άνθρωπο ανθρώπους
Ávarpsfall (κλητική) άνθρωπε άνθρωποι

Nafnorð

άνθρωπος (karlkyn)

[1] maður
Framburður
IPA: [ˈanθɾɔpɔs]
Afleiddar merkingar
ανθρώπινος, ανθρωπολογία, ανθρωπότητα, ανθρωποφάγος
Tilvísun

Άνθρωπος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „άνθρωπος
Greek Corpus „άνθρωπος