Fara í innihald

βαμβάκι

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „βαμβάκι“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) βαμβάκι βαμβάκια
Eignarfall (γενική) βαμβακιού βαμβακιών
Þolfall (αιτιατική) βαμβάκι βαμβάκια
Ávarpsfall (κλητική) βαμβάκι βαμβάκια

Nafnorð

βαμβάκι (hvorugkyn)

[1] baðmull
Framburður
IPA: [vaɱˈvaci]
Afleiddar merkingar
βαμβακερός, βαμβακοπαραγωγή
Tilvísun

Βαμβάκι er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „βαμβάκι
Greek Corpus „βαμβάκι