φέρετρο

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „φέρετρο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) φέρετρο φέρετρα
Eignarfall (γενική) φερέτρου φερέτρων
Þolfall (αιτιατική) φέρετρο φέρετρα
Ávarpsfall (κλητική) φέρετρο φέρετρα

Nafnorð

φέρετρο (hvorugkyn)

[1] líkkista
Framburður
IPA: [ˈfɛɾɛtɾɔ]
Afleiddar merkingar
φερετροποιός
Tilvísun

Φέρετρο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „φέρετρο
Greek Corpus „φέρετρο